κωνάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωνάριο | τα | κωνάρια |
γενική | του | κωνάριου & κωναρίου |
των | κωνάριων & κωναρίων |
αιτιατική | το | κωνάριο | τα | κωνάρια |
κλητική | κωνάριο | κωνάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακωνάριο< κώνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωνάριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωνάριο