Δείτε επίσης: εορτάζων, εορτάσιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εορταζόμενος η εορταζόμενη το εορταζόμενο
      γενική του εορταζόμενου της εορταζόμενης του εορταζόμενου
    αιτιατική τον εορταζόμενο την εορταζόμενη το εορταζόμενο
     κλητική εορταζόμενε εορταζόμενη εορταζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εορταζόμενοι οι εορταζόμενες τα εορταζόμενα
      γενική των εορταζόμενων των εορταζόμενων των εορταζόμενων
    αιτιατική τους εορταζόμενους τις εορταζόμενες τα εορταζόμενα
     κλητική εορταζόμενοι εορταζόμενες εορταζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εορταζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εορτάζω

  Μετοχή επεξεργασία

εορταζόμενος

  • που τον εορτάζουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία