Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωκοσμικός η εξωκοσμική το εξωκοσμικό
      γενική του εξωκοσμικού της εξωκοσμικής του εξωκοσμικού
    αιτιατική τον εξωκοσμικό την εξωκοσμική το εξωκοσμικό
     κλητική εξωκοσμικέ εξωκοσμική εξωκοσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωκοσμικοί οι εξωκοσμικές τα εξωκοσμικά
      γενική των εξωκοσμικών των εξωκοσμικών των εξωκοσμικών
    αιτιατική τους εξωκοσμικούς τις εξωκοσμικές τα εξωκοσμικά
     κλητική εξωκοσμικοί εξωκοσμικές εξωκοσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωκοσμικός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξωκοσμικός αρσενικό

  1. ο αλλόκοτος, ο απόκοσμος
  2. ο πνευματικός
  3. (φυσική) ο προερχόμενος από διαφορετικό σύμπαν, ο προερχόμενος από διαφορετικό κόσμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία