Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξυγιαντικός η εξυγιαντική το εξυγιαντικό
      γενική του εξυγιαντικού της εξυγιαντικής του εξυγιαντικού
    αιτιατική τον εξυγιαντικό την εξυγιαντική το εξυγιαντικό
     κλητική εξυγιαντικέ εξυγιαντική εξυγιαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξυγιαντικοί οι εξυγιαντικές τα εξυγιαντικά
      γενική των εξυγιαντικών των εξυγιαντικών των εξυγιαντικών
    αιτιατική τους εξυγιαντικούς τις εξυγιαντικές τα εξυγιαντικά
     κλητική εξυγιαντικοί εξυγιαντικές εξυγιαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυγιαντικός < εξυγιαίνω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εξυγιαντικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία