εξυγίανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξυγίανση | οι | εξυγιάνσεις |
γενική | της | εξυγίανσης* | των | εξυγιάνσεων |
αιτιατική | την | εξυγίανση | τις | εξυγιάνσεις |
κλητική | εξυγίανση | εξυγιάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξυγιάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεξυγίανση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξυγιαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξυγίανση