Δείτε επίσης: ἐξυγιαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυγιαίνω < αρχαία ελληνική ἐξυγιαίνω < ὑγιαίνω < ὑγίεια ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική assainir)

  Ρήμα επεξεργασία

εξυγιαίνω (παθητική φωνή: εξυγιαίνομαι)

  1. (σπάνιο) κάνω κάτι υγιές, του ξαναδίνω την υγειά του
  2. συντελώ στην αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων (π.χ. διαφθοράς) που υπάρχουν σ’ έναν οργανισμό ή μια υπηρεσία, βοηθώ στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας τους

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία