εξουσιομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξουσιομανής | η | εξουσιομανής | το | εξουσιομανές |
γενική | του | εξουσιομανούς* | της | εξουσιομανούς | του | εξουσιομανούς |
αιτιατική | τον | εξουσιομανή | την | εξουσιομανή | το | εξουσιομανές |
κλητική | εξουσιομανή(ς) | εξουσιομανής | εξουσιομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξουσιομανείς | οι | εξουσιομανείς | τα | εξουσιομανή |
γενική | των | εξουσιομανών | των | εξουσιομανών | των | εξουσιομανών |
αιτιατική | τους | εξουσιομανείς | τις | εξουσιομανείς | τα | εξουσιομανή |
κλητική | εξουσιομανείς | εξουσιομανείς | εξουσιομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksu.si.o.maˈnis/
Επίθετο
επεξεργασίαεξουσιομανής, -ής, -ές
- που έχει εξουσιομανία
Συγγενικά
επεξεργασία- εξουσιομανία
- → δείτε τις λέξεις εξουσία και μανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξουσιομανής
|