↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξουδετερωτικός η εξουδετερωτική το εξουδετερωτικό
      γενική του εξουδετερωτικού της εξουδετερωτικής του εξουδετερωτικού
    αιτιατική τον εξουδετερωτικό την εξουδετερωτική το εξουδετερωτικό
     κλητική εξουδετερωτικέ εξουδετερωτική εξουδετερωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξουδετερωτικοί οι εξουδετερωτικές τα εξουδετερωτικά
      γενική των εξουδετερωτικών των εξουδετερωτικών των εξουδετερωτικών
    αιτιατική τους εξουδετερωτικούς τις εξουδετερωτικές τα εξουδετερωτικά
     κλητική εξουδετερωτικοί εξουδετερωτικές εξουδετερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξουδετερωτικός < εξουδετέρω(ση) + -τικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.te.ɾo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξου‐δε‐τε‐ρω‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

εξουδετερωτικός, -ή, -ό

  1. που συμβάλλει στην εξουδετέρωση
  2. αντισταθμιστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία