εξουδετερωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξουδετερωτικός < εξουδετέρω(ση) + -τικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.te.ɾo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξου‐δε‐τε‐ρω‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεξουδετερωτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην εξουδετέρωση
- αντισταθμιστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξουδετερωτικός