εξονυχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξονυχισμός < (εξονυχίζω) εξονυχισ- + -μός. Πρόθημα εξ-. Δείτε και αρχαία ελληνική ὄνυξ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kso.ni.çiˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξονυχισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του εξονύχιση
- (ειδικότερα) κόψιμο των νυχιών των οπλών των αλόγων για την καλή εφαρμογή πέταλου [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξονυχισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .