εξολίσθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξολίσθηση | οι | εξολισθήσεις |
γενική | της | εξολίσθησης* | των | εξολισθήσεων |
αιτιατική | την | εξολίσθηση | τις | εξολισθήσεις |
κλητική | εξολίσθηση | εξολισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξολισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξολίσθηση < εξολισθάνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξολίσθηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξολισθάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξολίσθηση
|