Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεγλίστρημα τα ξεγλιστρήματα
      γενική του ξεγλιστρήματος των ξεγλιστρημάτων
    αιτιατική το ξεγλίστρημα τα ξεγλιστρήματα
     κλητική ξεγλίστρημα ξεγλιστρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγλίστρημα < ξεγλιστρώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεγλίστρημα ουδέτερο

  • η αποφυγή των συνεπειών με πλάγια μέσα ή με το να περνά κάποιος απαρατήρητος και να βγαίνει από το επίκεντρο του ζητήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία