Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοδευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξοδευμέν
ος
η
εξοδευμέν
η
το
εξοδευμέν
ο
γενική
του
εξοδευμέν
ου
της
εξοδευμέν
ης
του
εξοδευμέν
ου
αιτιατική
τον
εξοδευμέν
ο
την
εξοδευμέν
η
το
εξοδευμέν
ο
κλητική
εξοδευμέν
ε
εξοδευμέν
η
εξοδευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξοδευμέν
οι
οι
εξοδευμέν
ες
τα
εξοδευμέν
α
γενική
των
εξοδευμέν
ων
των
εξοδευμέν
ων
των
εξοδευμέν
ων
αιτιατική
τους
εξοδευμέν
ους
τις
εξοδευμέν
ες
τα
εξοδευμέν
α
κλητική
εξοδευμέν
οι
εξοδευμέν
ες
εξοδευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξοδευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξοδεύω
Μετοχή
επεξεργασία
εξοδευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξοδεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξοδευμένος