↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιταρισμένος η εξιταρισμένη το εξιταρισμένο
      γενική του εξιταρισμένου της εξιταρισμένης του εξιταρισμένου
    αιτιατική τον εξιταρισμένο την εξιταρισμένη το εξιταρισμένο
     κλητική εξιταρισμένε εξιταρισμένη εξιταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιταρισμένοι οι εξιταρισμένες τα εξιταρισμένα
      γενική των εξιταρισμένων των εξιταρισμένων των εξιταρισμένων
    αιτιατική τους εξιταρισμένους τις εξιταρισμένες τα εξιταρισμένα
     κλητική εξιταρισμένοι εξιταρισμένες εξιταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξιταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξιτάρω

εξιταρισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξιτάρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία