Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξισωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξισωμέν
ος
η
εξισωμέν
η
το
εξισωμέν
ο
γενική
του
εξισωμέν
ου
της
εξισωμέν
ης
του
εξισωμέν
ου
αιτιατική
τον
εξισωμέν
ο
την
εξισωμέν
η
το
εξισωμέν
ο
κλητική
εξισωμέν
ε
εξισωμέν
η
εξισωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξισωμέν
οι
οι
εξισωμέν
ες
τα
εξισωμέν
α
γενική
των
εξισωμέν
ων
των
εξισωμέν
ων
των
εξισωμέν
ων
αιτιατική
τους
εξισωμέν
ους
τις
εξισωμέν
ες
τα
εξισωμέν
α
κλητική
εξισωμέν
οι
εξισωμέν
ες
εξισωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξισωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξισώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εξισωμένος, -η, -ο
που έχει
εξισωθεί
με κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξισωμένος