εξευγενισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξευγενισμός < εξευγενίζ(ω) + -μός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ennoblissement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξευγενισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξευγενίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξευγενισμός