Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξευγενίζω < ελληνιστική κοινή ἐξευγενίζω < εὐγενίζω < αρχαία ελληνική εὐγενής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ennoblir)[1]

  Ρήμα επεξεργασία

εξευγενίζω

  1. καθιστώ κάποιον ευγενή, βελτιώνοντάς τον πνευματικά ή ηθικά
  2. (προφορικό) μαθαίνω σε κάποιον να φέρεται ευγενικά

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία