εξευγένιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξευγένιση | οι | εξευγενίσεις |
γενική | της | εξευγένισης* | των | εξευγενίσεων |
αιτιατική | την | εξευγένιση | τις | εξευγενίσεις |
κλητική | εξευγένιση | εξευγενίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξευγενίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξευγένιση < εξευγενίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1835 σε κείμενο του Ευστάθιου Σίμου (1804-1878)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξευγένιση θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.