εξευγενίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξευγενίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξευγενίζω
- θα εξευγενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξευγενίζω
εξευγενίσεις