↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξανθρωπισμένος η εξανθρωπισμένη το εξανθρωπισμένο
      γενική του εξανθρωπισμένου της εξανθρωπισμένης του εξανθρωπισμένου
    αιτιατική τον εξανθρωπισμένο την εξανθρωπισμένη το εξανθρωπισμένο
     κλητική εξανθρωπισμένε εξανθρωπισμένη εξανθρωπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξανθρωπισμένοι οι εξανθρωπισμένες τα εξανθρωπισμένα
      γενική των εξανθρωπισμένων των εξανθρωπισμένων των εξανθρωπισμένων
    αιτιατική τους εξανθρωπισμένους τις εξανθρωπισμένες τα εξανθρωπισμένα
     κλητική εξανθρωπισμένοι εξανθρωπισμένες εξανθρωπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξανθρωπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξανθρωπίζω

εξανθρωπισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξανθρωπίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία