Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξακοσιοστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἑξακοσιοστός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξακοσιοστ
ός
η
εξακοσιοστ
ή
το
εξακοσιοστ
ό
γενική
του
εξακοσιοστ
ού
της
εξακοσιοστ
ής
του
εξακοσιοστ
ού
αιτιατική
τον
εξακοσιοστ
ό
την
εξακοσιοστ
ή
το
εξακοσιοστ
ό
κλητική
εξακοσιοστ
έ
εξακοσιοστ
ή
εξακοσιοστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξακοσιοστ
οί
οι
εξακοσιοστ
ές
τα
εξακοσιοστ
ά
γενική
των
εξακοσιοστ
ών
των
εξακοσιοστ
ών
των
εξακοσιοστ
ών
αιτιατική
τους
εξακοσιοστ
ούς
τις
εξακοσιοστ
ές
τα
εξακοσιοστ
ά
κλητική
εξακοσιοστ
οί
εξακοσιοστ
ές
εξακοσιοστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξακοσιοστός
<
ελληνιστική κοινή
ἑξακοσιοστός
Επίθετο
επεξεργασία
εξακοσιοστός
που βρίσκεται στη
θέση
ή τη
σειρά
με τον
αριθμό
εξακόσια
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
εξακόσια
,
εξήντα
και
έξι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξακοσιοστός