εξαεριστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.e.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐ε‐ρι‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεξαεριστικός, -ή, -ό
- που έχει λειτουργία εξαερισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαεριστικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξαεριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας