εξάποδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξάποδος | η | εξάποδη | το | εξάποδο |
γενική | του | εξάποδου | της | εξάποδης | του | εξάποδου |
αιτιατική | τον | εξάποδο | την | εξάποδη | το | εξάποδο |
κλητική | εξάποδε | εξάποδη | εξάποδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξάποδοι | οι | εξάποδες | τα | εξάποδα |
γενική | των | εξάποδων | των | εξάποδων | των | εξάποδων |
αιτιατική | τους | εξάποδους | τις | εξάποδες | τα | εξάποδα |
κλητική | εξάποδοι | εξάποδες | εξάποδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξάποδος < αρχαία ελληνική ἑξάπους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ή [{πρόσφ|εξά-|-ποδος}}
Επίθετο
επεξεργασίαεξάποδος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξάποδος