Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἑξᾰποδ-
ονομαστική / ἑξάπους τὸ ἑξάπουν
      γενική τοῦ/τῆς ἑξάποδος τοῦ ἑξάποδος
      δοτική τῷ/τῇ ἑξάπόδ τῷ ἑξάποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἑξάποδ τὸ ἑξάπουν
     κλητική ! ἑξάπους ἑξάπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἑξάποδες τὰ ἑξάποδ
      γενική τῶν ἑξαπόδων τῶν ἑξαπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑξάποσῐ(ν) τοῖς ἑξάποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑξάποδᾰς τὰ ἑξάποδ
     κλητική ! ἑξάποδες ἑξάποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑξάποδε τὼ ἑξάποδε
      γεν-δοτ τοῖν ἑξαπόδοιν τοῖν ἑξαπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑξάπους < (ἕξ) ἑξά- + -πους. Επίσης ουσιαστικοποιημένο και στα τρία γένη.

  Επίθετο επεξεργασία

ἑξάπους, -ους, -ουν

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία