Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εντοπιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εντοπιστικ
ός
η
εντοπιστικ
ή
το
εντοπιστικ
ό
γενική
του
εντοπιστικ
ού
της
εντοπιστικ
ής
του
εντοπιστικ
ού
αιτιατική
τον
εντοπιστικ
ό
την
εντοπιστικ
ή
το
εντοπιστικ
ό
κλητική
εντοπιστικ
έ
εντοπιστικ
ή
εντοπιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εντοπιστικ
οί
οι
εντοπιστικ
ές
τα
εντοπιστικ
ά
γενική
των
εντοπιστικ
ών
των
εντοπιστικ
ών
των
εντοπιστικ
ών
αιτιατική
τους
εντοπιστικ
ούς
τις
εντοπιστικ
ές
τα
εντοπιστικ
ά
κλητική
εντοπιστικ
οί
εντοπιστικ
ές
εντοπιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εντοπιστικός
<
εντοπίζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εντοπιστικός
που έχει
σχέση
με τον
εντοπισμό
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εντοπίζω
και
τόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εντοπιστικός