Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντοπιστικός η εντοπιστική το εντοπιστικό
      γενική του εντοπιστικού της εντοπιστικής του εντοπιστικού
    αιτιατική τον εντοπιστικό την εντοπιστική το εντοπιστικό
     κλητική εντοπιστικέ εντοπιστική εντοπιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντοπιστικοί οι εντοπιστικές τα εντοπιστικά
      γενική των εντοπιστικών των εντοπιστικών των εντοπιστικών
    αιτιατική τους εντοπιστικούς τις εντοπιστικές τα εντοπιστικά
     κλητική εντοπιστικοί εντοπιστικές εντοπιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντοπιστικός < εντοπίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εντοπιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία