Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενταφιαστικός η ενταφιαστική το ενταφιαστικό
      γενική του ενταφιαστικού της ενταφιαστικής του ενταφιαστικού
    αιτιατική τον ενταφιαστικό την ενταφιαστική το ενταφιαστικό
     κλητική ενταφιαστικέ ενταφιαστική ενταφιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενταφιαστικοί οι ενταφιαστικές τα ενταφιαστικά
      γενική των ενταφιαστικών των ενταφιαστικών των ενταφιαστικών
    αιτιατική τους ενταφιαστικούς τις ενταφιαστικές τα ενταφιαστικά
     κλητική ενταφιαστικοί ενταφιαστικές ενταφιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενταφιαστικός < ενταφιάζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενταφιαστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία