Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενταφιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενταφιαστικ
ός
η
ενταφιαστικ
ή
το
ενταφιαστικ
ό
γενική
του
ενταφιαστικ
ού
της
ενταφιαστικ
ής
του
ενταφιαστικ
ού
αιτιατική
τον
ενταφιαστικ
ό
την
ενταφιαστικ
ή
το
ενταφιαστικ
ό
κλητική
ενταφιαστικ
έ
ενταφιαστικ
ή
ενταφιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενταφιαστικ
οί
οι
ενταφιαστικ
ές
τα
ενταφιαστικ
ά
γενική
των
ενταφιαστικ
ών
των
ενταφιαστικ
ών
των
ενταφιαστικ
ών
αιτιατική
τους
ενταφιαστικ
ούς
τις
ενταφιαστικ
ές
τα
ενταφιαστικ
ά
κλητική
ενταφιαστικ
οί
ενταφιαστικ
ές
ενταφιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενταφιαστικός
<
ενταφιάζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενταφιαστικός
που έχει
σχέση
με τον
ενταφιασμό
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ενταφιάζω
και
τάφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενταφιαστικός