ενταξιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενταξιακός < ελληνιστική ἔνταξις + -ακός < αρχαία ελληνική ἐντάσσομαι < ἐν + τάσσω
Επίθετο επεξεργασία
ενταξιακός
- που αφορά την ένταξη ή αναφέρεται σ' αυτήν
- Τα κυβερνητικά ισλανδικά κόμματα μάλιστα συμφώνησαν ότι οι συνομιλίες δεν πρόκειται να ξαναρχίσουν στο μέλλον, αν δεν προηγηθεί δημοψήφισμα προκειμένου να αποφασίσει ο ισλανδικός λαός αν θέλει ή όχι ενταξιακές συνομιλίες, καθώς το κλίμα στην Ισλανδία είναι πλέον εξαιρετικά εχθρικό απέναντι στο ευρώ και στην ΕΕ, ιδίως μετά τα όσα έκαναν οι Ευρωπαίοι εναντίον της Κύπρου... (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενταξιακός
|