ενούρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενούρηση | οι | ενουρήσεις |
γενική | της | ενούρησης* | των | ενουρήσεων |
αιτιατική | την | ενούρηση | τις | ενουρήσεις |
κλητική | ενούρηση | ενουρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενουρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενούρηση < αρχαία ελληνική ἐνουρέω / ἐνουρῶ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενούρηση θηλυκό