εννοιολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εννοιολόγηση | οι | εννοιολογήσεις |
γενική | της | εννοιολόγησης* | των | εννοιολογήσεων |
αιτιατική | την | εννοιολόγηση | τις | εννοιολογήσεις |
κλητική | εννοιολόγηση | εννοιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εννοιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εννοιολόγηση < έννοι(α) + -ο- + -λόγηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική conceptualization)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εννοιολόγηση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εννοιολόγηση