εννιαψήφιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɲaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /e.ɲaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /e.ɲaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
εννιαψήφιος, -α, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εννιαψήφιος
|