Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννιαψήφιος η εννιαψήφια το εννιαψήφιο
      γενική του εννιαψήφιου της εννιαψήφιας του εννιαψήφιου
    αιτιατική τον εννιαψήφιο την εννιαψήφια το εννιαψήφιο
     κλητική εννιαψήφιε εννιαψήφια εννιαψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννιαψήφιοι οι εννιαψήφιες τα εννιαψήφια
      γενική των εννιαψήφιων των εννιαψήφιων των εννιαψήφιων
    αιτιατική τους εννιαψήφιους τις εννιαψήφιες τα εννιαψήφια
     κλητική εννιαψήφιοι εννιαψήφιες εννιαψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εννιαψήφιος < εννια- + -ψήφιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɲaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /e.ɲaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /e.ɲaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

εννιαψήφιος, -α, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία