ενθαρρυντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενθαρρυντικός, -ή, -ό
- που ενθαρρύνει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ενθαρρυντικά
- → δείτε τις λέξεις ενθαρρύνω και θάρρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενθαρρυντικός