ενδοϊμπεριαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοϊμπεριαλιστικός < ενδο- + ιμπεριαλιστικός
Επίθετο
επεξεργασίαενδοϊμπεριαλιστικός
- που συμβαίνει ή γίνεται μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα
- ※ Σε νέα φάση όξυνσης βρίσκονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για τη διανομή των αγορών, τη διατήρηση ή κατάκτηση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. (εφ. Ριζοσπάστης, 15/10/2000)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδοϊμπεριαλιστικός
|