Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοημερήσιος η ενδοημερήσια το ενδοημερήσιο
      γενική του ενδοημερήσιου της ενδοημερήσιας του ενδοημερήσιου
    αιτιατική τον ενδοημερήσιο την ενδοημερήσια το ενδοημερήσιο
     κλητική ενδοημερήσιε ενδοημερήσια ενδοημερήσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοημερήσιοι οι ενδοημερήσιες τα ενδοημερήσια
      γενική των ενδοημερήσιων των ενδοημερήσιων των ενδοημερήσιων
    αιτιατική τους ενδοημερήσιους τις ενδοημερήσιες τα ενδοημερήσια
     κλητική ενδοημερήσιοι ενδοημερήσιες ενδοημερήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοημερήσιος < ενδο- + ημερήσιος

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοημερήσιος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία