ενέγγυος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενέγγυος | η | ενέγγυη | το | ενέγγυο |
γενική | του | ενέγγυου | της | ενέγγυης | του | ενέγγυου |
αιτιατική | τον | ενέγγυο | την | ενέγγυη | το | ενέγγυο |
κλητική | ενέγγυε | ενέγγυη | ενέγγυο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενέγγυοι | οι | ενέγγυες | τα | ενέγγυα |
γενική | των | ενέγγυων | των | ενέγγυων | των | ενέγγυων |
αιτιατική | τους | ενέγγυους | τις | ενέγγυες | τα | ενέγγυα |
κλητική | ενέγγυοι | ενέγγυες | ενέγγυα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενέγγυος < ελληνιστική κοινή ἐνέγγυον < ἐνεγγυάω < αρχαία ελληνική ἐγγυάω < ἐγγύη
Επίθετο
επεξεργασίαενέγγυος
- που δίνεται με εγγύηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εγγυώμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενέγγυος
|