εμποδιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμποδιστής < εμπόδιο + -ιστής
- εμποδιστής < αρχαία ελληνική ἐμποδιστής < ἐμποδίζω < ἐν + πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμποδιστής αρσενικό (θηλυκό: εμποδίστρια)
- (αθλητισμός) ο αθλητής που αγωνίζεται στο αγώνισμα δρόμου μετ’ εμποδίων
- (παρωχημένο) αυτός που εμποδίζει