εμμετρωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμμετρωπία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμμετρωπία θηλυκό
- (ιατρική) φυσιολογική κατάσταση του ματιού, κατά την οποία δεν υπάρχει καμία διαθλαστική ανωμαλία και έτσι δεν απαιτείται κάποια χρήση γυαλιών ή φακών επαφής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμμετρωπία
Πηγές
επεξεργασία- εμμετρωπία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)