↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβάπτιση οι εμβαπτίσεις
      γενική της εμβάπτισης* των εμβαπτίσεων
    αιτιατική την εμβάπτιση τις εμβαπτίσεις
     κλητική εμβάπτιση εμβαπτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμβαπτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβάπτιση < εμβαπτί(ζω) + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱˈva.pti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βά‐πτι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμβάπτιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία