εμβάπτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμβάπτιση | οι | εμβαπτίσεις |
γενική | της | εμβάπτισης* | των | εμβαπτίσεων |
αιτιατική | την | εμβάπτιση | τις | εμβαπτίσεις |
κλητική | εμβάπτιση | εμβαπτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμβαπτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμβάπτιση < εμβαπτί(ζω) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱˈva.pti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βά‐πτι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμβάπτιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμβαπτίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμβάπτιση
|
Πηγές
επεξεργασία- «ἐμβάπτισις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .