Δείτε επίσης: ἐμβαπτίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβαπτίζω < ελληνιστική κοινή ἐμβαπτίζω < εμ- + βαπτίζω < αρχαία ελληνική βάπτω

εμβαπτίζω (παθητική φωνή: εμβαπτίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία