εμβαπτίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εμβαπτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμβαπτίζω
- θα εμβαπτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμβαπτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εμβαπτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμβάπτιση