Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελονοσιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελονοσιακ
ός
η
ελονοσιακ
ή
το
ελονοσιακ
ό
γενική
του
ελονοσιακ
ού
της
ελονοσιακ
ής
του
ελονοσιακ
ού
αιτιατική
τον
ελονοσιακ
ό
την
ελονοσιακ
ή
το
ελονοσιακ
ό
κλητική
ελονοσιακ
έ
ελονοσιακ
ή
ελονοσιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελονοσιακ
οί
οι
ελονοσιακ
ές
τα
ελονοσιακ
ά
γενική
των
ελονοσιακ
ών
των
ελονοσιακ
ών
των
ελονοσιακ
ών
αιτιατική
τους
ελονοσιακ
ούς
τις
ελονοσιακ
ές
τα
ελονοσιακ
ά
κλητική
ελονοσιακ
οί
ελονοσιακ
ές
ελονοσιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελονοσιακός
<
ελονοσία
+
-ακός
<
έλος
+
νόσος
<
αρχαία ελληνική
ἕλος
+
νόσος
Επίθετο
επεξεργασία
ελονοσιακός, -ή, -ό
(
ιατρική
) που έχει σχέση με την
ελονοσία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
ανθελονοσιακά
ανθελονοσιακός
→
δείτε
τις λέξεις
ελονοσία
,
έλος
και
νόσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελονοσιακός
αγγλικά
:
malarial
(en)