↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελικοπτεροφόρο τα ελικοπτεροφόρα
      γενική του ελικοπτεροφόρου των ελικοπτεροφόρων
    αιτιατική το ελικοπτεροφόρο τα ελικοπτεροφόρα
     κλητική ελικοπτεροφόρο ελικοπτεροφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελικοπτεροφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελικοπτεροφόρος < ελικόπτερ(ο) + -φόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελικοπτεροφόρο θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) πολεμικό πλοίο που μεταφέρει ελικόπτερα τα οποία και αποτελούν τα επιχειρησιακά του μέσα
  2. (ναυτικός όρος) κάθε τύπος πλοίου που διαθέτει ελικόπτερο στον μόνιμο εξοπλισμό του (π.χ. ναυαγοσωστικό, θαλαμηγός, επιστημονικών ερευνών κ.λπ.)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία