ελικοβλέφαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελικοβλέφαρος < αρχαία ελληνική ἑλικοβλέφαρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.li.koˈvle.fa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λι‐κο‐βλέ‐φα‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
ελικοβλέφαρος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που έχει ζωηρό βλέμμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελικοβλέφαρος
|
Πηγές επεξεργασία
- ελικοβλέφαρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)