Δείτε επίσης: ελικοβλέφαρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἑλικοβλέφαρος τὸ ἑλικοβλέφαρον
      γενική τοῦ/τῆς ἑλικοβλεφάρου τοῦ ἑλικοβλεφάρου
      δοτική τῷ/τῇ ἑλικοβλεφάρ τῷ ἑλικοβλεφάρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἑλικοβλέφαρον τὸ ἑλικοβλέφαρον
     κλητική ! ἑλικοβλέφαρε ἑλικοβλέφαρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἑλικοβλέφαροι τὰ ἑλικοβλέφαρ
      γενική τῶν ἑλικοβλεφάρων τῶν ἑλικοβλεφάρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑλικοβλεφάροις τοῖς ἑλικοβλεφάροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑλικοβλεφάρους τὰ ἑλικοβλέφαρ
     κλητική ! ἑλικοβλέφαροι ἑλικοβλέφαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑλικοβλεφάρω τὼ ἑλικοβλεφάρω
      γεν-δοτ τοῖν ἑλικοβλεφάροιν τοῖν ἑλικοβλεφάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑλικοβλέφαρος < ἕλιξ + βλέφαρον + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ἑλικοβλέφαρος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία