ελευσινιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελευσινιώτικος < Ελευσινιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.lef.siˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λευ‐σι‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
ελευσινιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Ελευσίνα ή τους κατοίκους της
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελευσινιώτικος
|