Ελευσινιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.lef.siˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λευ‐σι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Ελευσινιώτης < Ελευσίν(α) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλευσινιώτης αρσενικό (θηλυκό Ελευσινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος ή κατάγεται από την Ελευσίνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Ελευσίνα
- ελευσινιώτικος
- Ελευσινιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ελευσινιώτης
→ δείτε τη λέξη Ελευσίνιος |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελευσινιώτης | οι | Ελευσινιώτηδες |
γενική | του | Ελευσινιώτη* | των | Ελευσινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Ελευσινιώτη | τους | Ελευσινιώτηδες |
κλητική | Ελευσινιώτη | Ελευσινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ελευσινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ελευσινιώτης < πατριδωνυμικό Ελευσινιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλευσινιώτης αρσενικό (θηλυκό Ελευσινιώτη ή Ελευσινιώτου)