ελεμές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ελεμές | οι | ελεμέδες |
γενική | του | ελεμέ | των | ελεμέδων |
αιτιατική | τον | ελεμέ | τους | ελεμέδες |
κλητική | ελεμέ | ελεμέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεμές < οθωμανική τουρκική الهمه (στην τουρκική γλώσσα elleme) < οθωμανικά τουρκικά المك (elemek), στην τουρκική γλώσσα elemek (κοσκινίζω, κάνω διαλογή, απορρίπτω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελεμές αρσενικό
- (ιδιωματικό) αγύρτης, αλήτης, απατεώνας, άτομο κατώτερου ποιού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Ελεμές (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 887.
- σελ. 191 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).