Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεητικός η ελεητική το ελεητικό
      γενική του ελεητικού της ελεητικής του ελεητικού
    αιτιατική τον ελεητικό την ελεητική το ελεητικό
     κλητική ελεητικέ ελεητική ελεητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεητικοί οι ελεητικές τα ελεητικά
      γενική των ελεητικών των ελεητικών των ελεητικών
    αιτιατική τους ελεητικούς τις ελεητικές τα ελεητικά
     κλητική ελεητικοί ελεητικές ελεητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεητικός < αρχαία ελληνική ἐλεητικός < ἐλεέω < ἔλεος

  Επίθετο επεξεργασία

ελεητικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία