ελεητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελεητικός < αρχαία ελληνική ἐλεητικός < ἐλεέω < ἔλεος
Επίθετο
επεξεργασίαελεητικός
- (λόγιο) άλλη μορφή του ελεήμων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελεητικός
|
ελεητικός
|