ελαιόθερμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιόθερμο < ελαιό- + θερμός + -ο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heating oil
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαιόθερμο ουδέτερο
- (νεολογισμός) μηχάνημα που «καίει» ειδικό μείγμα ελαίων ή πετρελαιοειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαιόθερμο