πετρελαιοειδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πετρελαιοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πετρελαιοειδές
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πετρελαιοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πετρελαιοειδής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πετρελαιοειδής