Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πετρελαιοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πετρελαιοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό