πετρελαιοειδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετρελαιοειδές | τα | πετρελαιοειδή |
γενική | του | πετρελαιοειδούς | των | πετρελαιοειδών |
αιτιατική | το | πετρελαιοειδές | τα | πετρελαιοειδή |
κλητική | πετρελαιοειδές | πετρελαιοειδή | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετρελαιοειδές < ουδέτερο του πετρελαιοειδής
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετρελαιοειδές ουδέτερο
- προϊόν που παράγεται από πετρέλαιο
- Πρόσωπο το οποίο αποθηκεύει ή φυλάττει οποιοδήποτε πετρελαιοειδές, χωρίς άδεια όπως προνοείται στο άρθρο αυτό είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε πρόστιμο. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πετρελαιοειδής και πετρέλαιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετρελαιοειδές
|