εκχωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκχωρητικός < ελληνιστική κοινή ἐκχωρητικός < αρχαία ελληνική ἐκχωρέω
Επίθετο
επεξεργασίαεκχωρητικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκχωρητικός
Δείτε επίσης : εκχωρητήριος |
εκχωρητικός